Έτσι αποχαιρέτισε τον μακαριστό Μητροπολίτη Παύλο ο Πρωτοσύγκελλος της Ι.Μ. Γλυφάδας
25-02-2019, 16:55

Ένα μακροσκελή επικήδειο λόγο, γεμάτο αγάπη και ευγνωμοσύνη, επέλεξε για να αποχαιρετίσει τον αοίδιμο Μητροπολίτη Γλυφάδας, Ελληνικού, Βούλας, Βουλιαγμένης και Βάρης, κυρό Παύλο, ο Αρχιμανδρίτης, Αλέξιος Ψωΐνος, Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητρόπολης Γλυφάδας.

Ο Αρχιμανδρίτης, Αλέξιος Ψωΐνος, ανέφερε, χαρακτηριαστικά: «Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμε, Τοποτηρητά της Ιεράς Μητροπόλεως,

Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι Άγιοι Αρχιερείς,

Πενθηφόρε των πρεσβυτέρων, διακόνων και μοναχών σύλλογε,

Εντιμότατοι άρχοντες,

Απορφανισθέν πλήρωμα της Τοπικής Εκκλησίας,

Μέσα στη βαθειά γαλήνη της νυκτερινής προσευχής, ώρα ακολουθίας Μεσονυκτικού, κάλεσε ο πολυέλαιος Θεός κοντά του, τον Ποιμενάρχη μας.

Και ήδη προ της ενάρξεως της Ακολουθίας του Όρθρου της εορτής της Οσιομάρτυρος Αγίας Φιλοθέης της Αυθηναίας, το άγγελμα της προς Κύριον εκδημίας του Επισκόπου μας, είχε ήδη διαδοθεί στα πέρατα της Εκκλησίας. 

Μέρα και ώρα αναχώρησης από τον μάταιο τούτο κόσμο, επιβεβαιωτικά ίσως, του πάντοτε «μοναχικόν βίον διάγοντα» Μητροπολίτη μας, αφού από την ημέρα της ενθρονίσεώς του, έως και τις τελευταίες ώρες της ζωής του, φιλοξενήθηκε συγκαταβατικά αλλά αγόγγυστα, στο μικρό και απέριττο κελί της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος - Αγίου Νεκταρίου Γλυφάδας, της μοναδικής Ιεράς Μονής της Μητροπόλεώς μας. 

Την μοναχική του ιδιότητα τιμούσε ανελλιπώς. Φιλακόλουθος, φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάνθρωπος. Και Πατέρας: Ο πατήρ Παύλος. Η προσφώνηση που προτιμούσε και η υπογραφή που συχνά-πυκνά, έθετε κάτω από τον τίτλο Μητροπολίτης.

Κι ας είχε στην διοικητική του ευθύνη και ποιμαντική του μέριμνα δεκάδες χιλιάδες ψυχές, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός στα νοτιοανατολικά προάστια της Αττικής, έπειτα από τη διχοτόμηση της πολυάνθρωπης και πολυδαίδαλης αστικής Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης.

Ήταν Δεκέμβριος του 2002, όταν ο ομιλών, εφημέριος ήδη από δεκαπενταετίας στις Ενορίες της περιοχής, υποδέχθηκε τον νέο Ποιμενάρχη εδώ, σε τούτον τον Ιερό Καθεδρικό Ναό της Γλυφάδας, και στα προσωρινά Γραφεία μιας Μητροπόλεως, η οποία, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο νέος της Επίσκοπος, εκτεινόταν ολόκληρη, σ΄ ένα Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και χωρούσε στην τσέπη μας.

Από την πρώτη κιόλας ημέρα, είδαμε τον Σεβασμιώτατο να οργώνει την νεοσύστατη Μητρόπολη Γλυφάδας, αναπτύσσοντας από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός, εντονότατη και πολυποίκιλη ποιμαντική δραστηριότητα, την οποία ακόμη και οι νεαροί διάκονοι που τον ακολουθούσαν, αδυνατούσαν να φέρουν εις πέρας.

Στο Μητροπολιτικό Γραφείο και στο Μοναστηριακό κελί του, η τήρηση του ωραρίου ήταν ανύπαρκτη. Κατά κοινή ομολογία, δεν είχε καλή σχέση με το χρόνο. Όπου κι αν βρισκόταν, ο χρόνος δεν επαρκούσε. Γι’ αυτό και η αναμονή στις προγραμματισμένες συναντήσεις, πολύ συχνά, ήταν εκτός χρονοδιαγράμματος.

Στο Γραφείο ερχόταν συνήθως πολύ αργότερα από το αναμενόμενο, αφού, είχαν προηγηθεί ποιμαντικές επισκέψεις σε νοσοκομεία, φυλακές, κοιμητήρια, στρατόπεδα, σε σπίτια ανθρώπων πονεμένων, ασθενών και ενδεών.

Και όταν δεχόταν τους πολυάριθμους χριστιανούς, τους άκουγε με προσοχή, με ευαισθησία, με κατανόηση, ενισχύοντάς τους με όποιες ενέργειες υπαγόρευε η κάθε περίπτωση, αλλά και πάμπολλες φορές χρηματικά, από το υστέρημα των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων του Γενικού Φιλοπτώχου Ταμείου.

Γιατί ενώ ήταν Επίσκοπος σε μια περιοχή αξιοζήλευτη, με πολλούς εύρωστους οικονομικά κατοίκους, εντούτοις, παρά τις δεκάδες θύρες που έκρουε τείνοντας χείρα βοηθείας, μόνον ένας, στάθηκε στο πλευρό του και ευεργέτησε ποικιλοτρόπως την Ιερά Μητρόπολη.

Ο Ποιμενάρχης μας, έδινε μεγάλη έμφαση στην ποιμαντική προσέγγιση του ανθρώπου, ώστε αυτή να γίνεται με ενδιαφέρον, ευαισθησία και υπευθυνότητα. Αυτό επιχειρούσε να μεταλαμπαδεύσει κυρίως σε εμάς, τους κληρικούς του.

Ο ίδιος είχε σπουδάσει με ένταση, και σε βάθος, την πονεμένη ψυχή. Αφρική και ιεραποστολές, Φυλακές και κρατούμενοι, Νοσοκομεία και ασθενείς, τον είχαν διδάξει να συμπεριφέρεται με ευγένεια και διάκριση, με αγάπη και ανιδιοτέλεια, προς τον κάθε άνθρωπο που ήταν μόνος, ξένος, αδύναμος, πληγωμένος, αβοήθητος.

Κι όποιον συναναστρεφόταν, του συμπεριφερόταν με καταδεκτικότητα, απλότητα, αγάπη και καλοσύνη μικρού παιδιού.

Αυτό εξηγεί γιατί στις μεγάλες Εορτές γευμάτιζε μαζί με οικογένειες, όπου η θλίψη ενός πρόσφατου θανάτου είχε σβήσει τα χαμόγελα, ο πόνος είχε λυγίσει τις καρδιές, ο διάβολος είχε κλονίσει την πίστη. Αλλά εκεί, όλοι μαζί, έψαλαν το Χριστός Ανέστη, και η ελπίδα ζωής έμενε άσβεστη.

Ακριβώς αυτή η νίκη του Θεανθρώπου πάνω στον δόλιο και φθονερό κοσμοκράτορα του κόσμου τούτου, τον ενδυνάμωνε ώστε να θεωρεί ως ιερή υποχρέωσή του, την υπεράσπιση του αδύνατου, του πονεμένου, του αδικημένου.

Ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας, φωνή αλήθειας, φωνή δικαίου, για θέματα εκκλησιαστικά, εθνικά, κοινωνικά, απευθύνοντας διαβήματα και επιστολές προς ηγέτες εκκλησιαστικούς και πολιτειακούς, προς εκπροσώπους θεσμών και κοινωνικών ομάδων, προς επωνύμους και ισχυρούς.

Ο Επίσκοπος, τον οποίο μας χάρισε η θεία πρόνοια ως πρώτον Μητροπολίτη αυτής της Θεοσώστου Εκκλησιαστικής Επαρχίας, υπήρξε αναντίρρητα και αδιαμφισβήτητα αεικίνητος, δραστήριος, ακάματος και ευδιάθετος. Κοπίασε, δαπανήθηκε, αναλώθηκε υπέρ της Εκκλησίας και της λογικής ποίμνης την οποία του εμπιστεύθηκε η χάρις του Θεού. 

Μας δίδαξε με το παράδειγμά του, όχι μόνο με τα λόγια. Εκείνος πήγαινε εμπρός χαράσσοντας την πορεία και μας καλούσε σιωπηλά να τον ακολουθήσουμε».

Και όλα αυτά με την υγεία βεβαρημένη από χειρουργικές επεμβάσεις, από αλλεπάλληλες εισαγωγές σε νοσοκομεία, από την ποικίλη φαρμακευτική αγωγή, ακολουθώντας παράλληλα όσο πιο πιστά μπορούσε, το πρόγραμμα των Ιερών Ακολουθιών στην Ιερά Μονή.

Τα όσα μόλις εκτέθηκαν εν πληθούση Εκκλησία Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα, αποτελούν μικρό μόνο δείγμα του ήθους φιλανθρωπίας και απλότητος, που κοσμούσαν τον κεκοιμημένο Ποιμενάρχη μας Κυρό Παύλο, και τα καταθέσαμε ενώπιόν Σας επιγραμματικώς και με συνοχή, εκφράζοντες την ευγνωμοσύνη μας, προς το εν ουρανοίς πλέον ευρισκόμενο πρόσωπό του. 

Δεηθείτε, Μακαριώτατε Άγιε Τοποτηρητά, δεηθείτε Σας παρακαλούμε υϊικώς, μαζί με την σεπτή χορεία των συμπροσευχομένων τιμίων Ιεραρχών, ο Κύριος να αναπαύει την ψυχήν Αυτού, εν χώρα ζώντων, μετά δικαίων και αγίων.

Επιτρέψατε δε εις ημάς, έναν ύστερο λόγο συγνώμης, προς τον προκείμενο επίσημο και τετιμημένο νεκρό.

Πολυσέβαστε Ποιμενάρχα μας, πατέρα Παύλε, 

Δοξάζοντες τον πανάγαθο Θεό, γιατί σας είχε θέσει επί κεφαλής της Τοπικής μας Εκκλησίας, Σας ευχαριστούμε εκ βαθέων και σας είμεθα ευγνώμονες για τα όσα μας εδιδάξατε.

Σήμερα όμως τελούμε εν αταξία των όσων, μας είχατε υποδείξει για την εξόδιο Ακολουθία σας. Επιθυμούσατε διακαώς να ταφείτε ως μοναχός, και όχι ως Επίσκοπος. Το αυτό επιθυμούσαν και οι κατά σάρκα συγγενείς σας.

Συγχωρέστε μας την ευλογημένη ανυπακοή, αλλά η τάξις της Αγίας μας Εκκλησίας, υπαγορεύει την απόδοση καθορισμένων τιμών στο μέγιστο αξίωμα τῆς Αρχιερωσύνης. Αυτής της Αρχιερωσύνης, την οποία ενδυθήκατε επί της γης, και τώρα σας αξιώνει συλλειτουργό στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο.

Εκεί, στην θριαμβεύουσα Εκκλησία, όπου, όπως ακράδαντα πιστεύουμε, θα πρεσβεύετε στον ελεήμονα Θεό, για τον κλήρο και τον φιλόχριστο λαό αυτής της ευλογημένης εκκλησιαστικής Περιφερείας, που ως πρώτος της Μητροπολίτης, επαξίως και θεαρέστως επί δεκαέξι έτη διαποιμάνατε και διακονήσατε.

Ανέστη Χριστός, Σεβασμιώτατε, και χαίρουσιν άγγελοι.
Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται.
Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος.

Εμείς τα πνευματικά σας παιδιά, ο κλήρος και ο λαός της Μητροπόλεώς σας, ενθυμούμενοι τον προσφιλή σας χαιρετισμό «χαίρετε εν Κυρίῳ πάντοτε», σας απευθύνουμε ως έσχατο λόγο, επιβεβαιωτικόν της άλλης ζωής, της αληθινής και αιώνιας, τον δοξολογικό και νικητήριο παιάνα της Εκκλησίας, τον οποίο και Εσείς, ψάλλατε «στεντορίᾳ τῇ φωνῇ», κατά το πέρας εκάστης εξοδίου Ακολουθίας: το «Χριστός Ανέστη».

Καλόν Παράδεισο, να έχετε.

Η ευχή σας, ας μας συνοδεύει».