Ιστορικό αφιέρωμα της Εστίας στη Γλυφάδα
04-07-2019, 14:46

Ένα ιστορικό αφιέρωμα δημοσίευσε η εφημερίδα «Εστία» σχετικά με την περιοχή της Γλυφάδας κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο.

«Δε θα μπορούσε ακόμη και ο Κωνσταντίνος Καραπάνος (1840-1914) να φανταστεί πώς θα εξελισσόταν το τσιφλίκι της Άνω και Κάτω Πυρναρής, οι Άλαι Αιξωνίδες της αρχαιότητας, όταν το αγόραζε πριν από 125 χρόνια (1894). Ήταν μία ακατοίκητη και τραχειά περιοχή και μέχρι τότε εκμισθωνόταν μόνο για βόσκηση ζώων, ενώ ή παραλιακή ζώνη ήταν πευκόφυτη. Μόλις εντός δάσους διακρινόταν ένα μικρό εξωκλήσι, τιμώμενο επ’ ονόματι του Αγίου Κωνσταντίνου και ένα παρακείμενο μικρό πανδοχείο, καταφύγιο των κυνηγών. Η οικογένεια Καραπάνου, ο Κωνσταντίνος και εν προκειμένω ο ένας από τους δύο γιούς του, ο Πυρρός, αγόρασαν το τσιφλίκι για εκμετάλλευση.

Αφ’ ενός διότι στα τέλη του 19ου αιώνα διαφαινόταν ή δυνατότητα αξιοποίησης ορισμένων τμημάτων του για την παραγωγή αγροτικών προϊόντων και αφ’ ετέρου διότι το παραλιακό μέτωπο γενικότερα αποκτούσε αξία λόγω της ανάπτυξης της πρωτεύουσας. Εξάλλου η περιοχή υπαγόταν στο Δήμο Αθηναίων μέχρι το 1927, όταν και απετέλεσε ιδιαίτερο νομικό Πρόσωπο, την κοινότητα Γλυφάδας.

Οι Καραπάνοι ανήγειραν χαμόσπιτα εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ή Πλατεία Χωρικών της Πλατείας Γλυφάδας και εγκατέστησαν οκτώ οικογένειες κολλήγων ως μόνιμους καλλιεργητές.

Όλοι Ορθόδοξοι Αρβανίτες, θα δημιουργήσουν με τον κόπο τους αμπέλια και θα σπείρουν στάρι και κριθάρι, αναπτύσσοντας ταυτοχρόνως παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων. Την εικόνα της περιοχής έχει περιγράψει με ενάργεια ό Θωμάς Δρίκος στο βιβλίο του «Γλυφάδα». Αλλά δεν άργησε ή εποχή που ανακάλυψαν τίς ομορφιές της εκδρομείς και φυσιολάτρες, πλούσιοι που έφταναν με τις άμαξές τους και φτωχοί που έφταναν με τη φαμίλια επάνω στο κάρο.

Η ζήτηση ήταν μεγάλη και δεν άργησαν να φανούν τα πρώτα παραπήγματα και οι πρόχειρες κατασκηνώσεις. Η ονομασία αντικαθίσταται και τη θέση της μικρότερης σε έκταση Πυρναρής καταλαμβάνει υπερήφανα το τοπωνύμιο «Γλυφάδα». Τοπωνύμιο, το οποίο προήλθε από την υφάλμυρη γεύση του πηγαδίσιου νερού και τη λαϊκή ρήση «αυτό το νερό έχει κάποια γλυφάδα».

Το 1920 το μικρό αυτό προάστιο του Δήμου Αθηναίων αριθμούσε ήδη 173 μόνιμους κατοίκους. Ήταν πλέον η ευκαιρία για τον Πύρρο Καραπάνο, στον οποίον είχε περιέλθει η ιδιοκτησία, να εκμεταλλευτεί τη ζήτηση. Έτσι, συνεταιρίζεται με εύπορους οικονομικούς παράγοντες και κτηματίες και, πριν ακόμη από τη Μικρασιατική Καταστροφή, αρχίζει η δημιουργία της Λουτρόπολης και το 1921 η ένταξη της γλυφάδας στο σχέδιο πόλεως. Έτσι, οι πρώτοι αγοραστές μεγάλων οικοπέδων κοντά στη θάλασσα φτάνουν πριν από τη συμφορά του 1922.

Σκοπός τους είναι να απολαύσουν το αγαθό του νέου κοσμοπολίτικου κέντρου που γεννιόταν. Επρόκειτο για εκκολαπτόμενο παραθεριστικό κέντρο, με φαρδείς δρόμους και με μεγάλα οικόπεδα και οι διαφημίσεις απευθύνονταν σε αγοραστές με υψηλά εισοδήματα. Αλλά και μετά το 1922, τα πράγματα δεν άλλαξαν για την περιοχή της Γλυφάδας. Το 1925 εγκρίνεται το νέο σχέδιο, που συντάσσεται από τον αρχιτέκτονα, αρχαιολόγο και πολεοδόμο, Ερνέστο Εμπράρ (1881-1933), ο οποίος είχε σχεδιάσει και την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917.

Οπότε η δεκαετία του 1930 βρίσκει τη Γλυφάδα σε πλήρη ακμή και τους οκτώ συνοικισμούς της υπό ανάπτυξη. Οι εφημερίδες «δρόσιζαν» τους αναγνώστες τους γράφοντας ρεπορτάζ για το «γυμνοκρατισμό» της Γλυφάδας, την κοσμική Αθήνα και τις βουτιές της, τις υδροχαρείς νεανίδες και τις στενές προσεγγίσεις των δύο φύλων.

Δίπλα στο γεροντάκι που καθόταν ήσυχα-ήσυχα κάτω από τη σκιάδα ενός παβιγιόν και απολάμβανε το καφεδάκι του εξελισσόταν ένα πραγματικό πανηγύρι και χάρμα των οφθαλμών. Εξάλλου πριν τελειώσει η δεκαετία του 1920 η Γλυφάδα μετρούσε ήδη 1.691 μόνιμους κατοίκους, οι οποίοι, βεβαίως, αύξαναν κατά πολύ τα καλοκαίρια και περίπου 500 σπίτια και όμορφα οικοδομήματα (ξενοδοχεία, λουτρά και κοσμικά κέντρα).

Ωστόσο, έχανε πλέον το γραφικό της χαρακτήρα που έδιναν τα καλοκαίρια οι αποκαλούμενοι σκηνίτες, δηλαδή κυρίως Αθηναίοι, που έστηναν τις σκηνές τους και απολάμβαναν τις διακοπές τους. Όπως έγραψε ο Δημήτρης Χατζόπουλος «ήταν όλοι γνωστοί μεταξύ τους και έμοιαζαν με αποδημητικά πτηνά που επανέρχονταν στα γνωστά τους μέρη βρίσκοντας τα πάντα σε τάξη».

Τα πάντα, όμως, άλλαξαν, αφ’ ενός λόγω της αύξησης του πληθυσμού και στην Αττική και αφ’ ετέρου λόγω της επέκτασης του δικτύου των συγκοινωνιών. Τα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα αντικαθιστούν την άμαξα και τη σούστα. Τις Κυριακές, ιδιαιτέρως, η Γλυφάδα μετατρεπόταν σε «Βαβυλωνία».

Υπήρχε, όμως και το βλέμμα που παρατηρούσε ως ευχάριστες τις εξελίξεις και την ανάπτυξη της περιοχής. Αυτό ήταν του ρεπόρτερ Δημήτρη Ψαθά, ο οποίος χαρακτήριζε ήδη τη Γλυφάδα ως «Μικρή Ντωβίλ», συγκρίνοντάς τη με το περίφημο παραθεριστικό κέντρο της Κάτω Νορμανδίας. Το βασίλειο της κομψότητας, όπως την αποκαλούσαν.

Δεν είχε καθόλου άδικο ο Δημήτρης Ψαθάς ούτε ο Μήτσιος Δειλινός, ο οποίος την ίδια εποχή, δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αναφερόμενος στη Γλυφάδα, την αποκαλούσε «Κοτ ντ’ Αζύρ» της Ελλάδας! Μπορεί να μην είχε μεγάλα ξενοδοχεία, καζίνο, διεθνή αριστοκρατία και επίδειξη πλούτου, αλλά διέθετε το απέραντο γαλάζιο του Σαρωνικού, το χάιδεμα του μπάτη και το γελαστό αττικό ουρανό.

Εκείνο που προκαλούσε εντύπωση ήταν το γεγονός ότι οι παραλίες της Γλυφάδας μετατρέπονταν σε ένα απέραντο νυφοπάζαρο. Από τη μία Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί και μέλη του διπλωματικού σώματος έδιναν μία νότα κοσμοπολιτισμού. Από την άλλη νέα παιδιά δημιουργούσαν το δικό τους κόσμο, παίζοντας και αποκλείοντας σχεδόν από τις παραλίες τους συντηρητικούς ηλικιωμένους της εποχής. Όπως μας παραδίδει ο Μήτσος Δειλινός «είχαν φτάσει στο σημείο να αναρτήσουν ταμπέλα με την ονομασία «Πλατεία Αγάμων»»! Ήταν η εποχή κατά την οποίαν ο Δήμαρχος Αθηναίων, Σπύρος Πάτσης μετονόμαζε επισήμως την Πλατεία Αγάμων των Αθηνών σε Πλατεία Αμερικής. Οπότε ο νεαρόκοσμος μετέφερε την ονομασία στη Γλυφάδα.

Στην εν λόγω… πλατεία ένα μεγάλο αμμώδες άνοιγμα ήταν ο τόπος που σύχναζαν μόνον άγαμοι, επιτρέποντας κατ’ εξαίρεση την παρουσία σε γεροντοπαλίκαρα και γεροντοκόρες. Η κίνησης τη Γλυφάδα ξεκινούσε στις εννέα το πρωί και συνεχιζόταν ως το βράδυ. Εκεί αποβιβαζόταν ό,τι πιο κόσμιο και κομψό είχε να επιδείξει η Αθήνα. Εκεί πλασαριζόταν η μόδα της παραλίας, με άνδρες που φορούσαν μονύελους που λαμπύριζαν και γυναίκες που φορούσαν ό,τι πιο μοντέρνο υπήρχε για τον περίπατο. Φαίνεται, ωστόσο, ότι και οι τοπικοί παράγοντες φρόντιζαν έντεχνα να διαφημίζουν τις παραλίες τους, αποσκοπώντας στην κίνηση και, βεβαίως, στα οικονομικά οφέλη, αφού ενίσχυαν την τοπική οικονομία.

Στα μέσα, πλέον, της δεκαετίας του 1930 η Γλυφάδα κυριολεκτικά μεσουρανούσε. Στην πλαζ λειτουρούσαν ήδη επιχειρήσεις που φρόντιζαν για τα θαλασσινά παιχνίδια, ενώ, πλέον, προσέγγιζαν την περιοχή κότερα, βάρκες, γιοτ, ακόμη και θαλαμηγοί. Εκεί έβρισκαν καταφύγιο δροσιάς οι αριστοκράτες με τα αυτοκίνητα που θεωρούνταν θεόρατες λιμουζίνες, αλλά και μικροί μπακαλόγατοι με πολύχρωμα μαγιό.

Το 1937 πραγματοποιήθηκαν και τα σχέδια για τον εξωραϊσμό της ακτής και για τη μετατροπή επισήμως, πλέον, της γλυφάδας σε τουριστικό κέντρο. Απαλλοτριώθηκαν τα μικρά κτίσματα που βρίσκονταν δεξιά της παραλιακής λεωφόρου της γλυφάδας, από το «Έντεν» μέχρι τη λουτρόπολη, μεταξύ της λεωφόρου και της ακτής. Αυτό ήταν, όμως, μόνον ένα ελάχιστο μέρος του προγράμματος που αναπτύχθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930, όταν, δικαιολογημένα, αποκαλούσαν τη Γλυφάδα «Μικρή Ντωβίλ»».