Εξαρθρώθηκαν δύο κυκλώματα που χτυπούσαν τροχόσπιτα και ΑΤΜ
28-06-2019, 14:14

Στην εξάρθρωση δύο εγκληματικών οργανώσεων τα μέλη των οποίων διέπρατταν συστηματικά σε κλοπές από οχήματα και τροχόσπιτα σε διάφορες περιοχές της χώρας και σε διαρρήξεις Α.Τ.Μ. τραπεζών με εκρηκτικά στην Αττική και την επαρχία με την χρήση κλεμμένων Ι.Χ. αυτοκινήτων προχώρησαν αστυνομικοί.

Την πρώτη υπόθεση εξιχνίασαν στελέχη από το Τμήμα Ασφαλείας Αμαρουσίου. Σε αστυνομική επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε πρωινές ώρες της Τετάρτης σε περιοχές της Αθήνας καθώς και στη Σκιάθο, από αστυνομικούς του Τμήματος Ασφαλείας Αμαρουσίου με τη συνδρομή αστυνομικών της Ε.Κ.Α.Μ., της υπηρεσίας Ανάλυσης της Ασφάλειας Αττικής και της Διεύθυνσης Πληροφοριών, συνελήφθησαν εννιά μέλη της συμμορίας ( 8 αλλοδαποί και ένας ημεδαπός, ηλικίας από 29 έως 62 ετών).

Ως προς τον τρόπο δράσης τους ο εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. κ. Θεόδωρος Χρονόπουλος ανέφερε ότι ασχολούνταν με διάπραξη κλοπών από αυτοκίνητα και τροχόσπιτα, με ιδιαίτερη προτίμηση αυτά των τουριστών. Κύριο μέλημά τους ήταν να μην αφήνουν ίχνη παραβίασης, είτε κάνοντας χρήση εξειδικευμένου ηλεκτρονικού εξοπλισμού (τηλεκοντρόλ), είτε με διάρρηξη και παραβίαση κλειδαριάς ή με τη θραύση τζαμιού.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της οργανωμένης δράσης τους, ήταν η επιλογή του τομέα και του στόχου δράσης, η οποία δεν γινόταν τυχαία αλλά βάση σχεδίου.

Συγκεκριμένα, σαββατοκύριακα και αργίες, μετέβαιναν στην επαρχία με ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα και διέπρατταν κλοπές, χωρισμένοι σε ομάδες. Κινούμενοι διαμετρικά αντίθετα, κατέληγαν σε χώρους όπου προσελκύουν μεγάλο αριθμό τουριστών όπως Καλαμπάκα – Μετέωρα, Καλαμάτα – Γιάλοβα – Θέατρο Αρχαίας Μεσσήνης -Καταρράκτες Χαραυγής, Άμφισσα – Δελφούς, Χαλκίδα – Δροσιά-Ιππόκαμπος – Αγία Άννα, Λαμία – Καμένα Βούρλα.

Στόχευαν κατά βάση τροχόσπιτα και αυτοκίνητα τουριστών, σταθμευμένα προσωρινά σε πολυσύχναστους υπαίθριους χώρους στάθμευσης, από τα οποία αφαιρούσαν ακόμα και ολόκληρες βαλίτσες.

Τις καθημερινές, η πρώτη ομάδα, μετέβαινε με ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα και διέπραττε κλοπές σε ακριβά – εύπορα προάστια της Αττικής ( κυρίως Μαρούσι, Κηφισιά, Ερυθραία, Αγία Παρασκευή, Γλυφάδα, Σπάτα ) , κατά τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων, συνήθως έξω από πολυκαταστήματα, χώρους εστίασης, κεντρικές πλατείες, πλησίον χώρων ολιγόλεπτης στάθμευσης οχημάτων, ενώ η δεύτερη ομάδα, μετέβαινε με δίκυκλο και διέπραττε κλοπές στο κέντρο των Αθηνών (κυρίως Κολωνάκι, Ακαδημίας, Πλατεία Συντάγματος).

Σε αυτές τις περιπτώσεις ο στόχος τους ήταν κυρίως οχήματα που πραγματοποιούσαν ολιγόλεπτη στάση και ο ιδιοκτήτης είχε εντός αυτού, τα προσωπικά του αντικείμενα, ενώ η επιλογή γινόταν κυρίως με βάση τον τύπο του οχήματος, εστιάζοντας είτε σε πολυτελή είτε σε εταιρικά αυτοκίνητα και την εμφάνιση του ιδιοκτήτη, επιδιώκοντας την ανεύρεση πολύτιμων αντικειμένων, μεγάλων χρηματικών ποσών, επαγγελματικών σακιδίων ή τσαντών.

Για τις μετακινήσεις τους και με σκοπό να μην κινούν εύκολα υποψίες, αλλά και κυρίως για να αποφύγουν το ενδεχόμενο επισήμανσης και εντοπισμού, χρησιμοποιούσαν ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα της ίδιας εταιρείας ενοικιάσεως, με ιδιαίτερη προτίμηση σε δύο τύπους αυτοκινήτων.

Σε σχέση με τον τρόπο δράσης (modus operandi) που χρησιμοποιούσαν για την παραβίαση των οχημάτων: προσέγγιζαν το όχημα, πάντα από την πλευρά του συνοδηγού, τη στιγμή που έφθανε στην περιοχή που επιτηρούσαν. Προσποιούμενοι πως μιλούσαν στο τηλέφωνο και έχοντας γυρισμένη την πλάτη τους προς το όχημα, προσπαθούσαν να κρατήσουν την «πετούγια» της πίσω πόρτας πατημένη τη στιγμή που ο ιδιοκτήτης κλείδωνε το όχημα, ώστε η πόρτα να παραμείνει ανοιχτή, στην δεύτερη περίπτωση, βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση από το όχημα και την ώρα που ο οδηγός προσπαθούσε να το κλειδώσει με το «μπουτόν» του κλειδιού του, οι δράστες με τη χρήση δικού τους τηλεκοντρόλ (παρεμβολέα κεντρικού κλειδώματος και συστήματος συναγερμού) που ενεργοποιούσαν ακριβώς τη στιγμή που ο οδηγός πατούσε το δικό του, μπλόκαραν την ασφάλισή του,στην τρίτη περίπτωση, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες, προχωρούσαν σε διάρρηξη του οχήματος με τη θραύση φινιστρινιού ή με διάρρηξη κλειδαριάς.

Τη λεία τους την αξιολογούσαν με την επιστροφή στις οικίες τους και ακολούθως επικοινωνούσαν τηλεφωνικά με τους μόνιμους κλεπταποδόχους που χρησιμοποιούσε η συμμορία.

Η κάθε ομάδα, είχε συγκεκριμένο κλεπταποδόχο και μέσω διαδικτυακών εφαρμογών μηνυμάτων, συγκεκριμένο κάθε φορά μέλος, απέστελλε αρχικά φωτογραφίες των κλοπιμαίων και ακολουθούσε συνάντηση όπου παραδίδονταν τα κλεμμένα έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, το οποίο ακολούθως μοιράζονταν με τα έτερα μέλη της ομάδας.

Όπως προκύπτει από τις ταυτοποιημένες περιπτώσεις κλοπών, η λεία υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των 120.000 ευρώ για κάθε ομάδα, καθώς έχοντας διασφαλίσει ευχερή και ασφαλή διάθεση των κλοπιμαίων, τα μέλη τους, επιδίδονταν σε καθημερινή διάπραξη μεγάλου αριθμού κλοπών και συνεχή αναζήτηση θυμάτων.

Κοινά χαρακτηριστικά στοιχεία της δράσης των μελών και των δύο ομάδων ήταν : Η προσήλωσή τους στο στόχο, δεδομένου ότι επί καθημερινής βάσεως ακολουθούσαν συγκεκριμένο πρόγραμμα, ανάλογα με τον τομέα δραστηριότητας. Όταν αφορούσε την Επαρχία, συναντιόντουσαν και ξεκινούσαν την παράνομη δράση τους νωρίτερα το πρωί, από ότι για την Αττική, διένυαν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να φτάσουν στις πόλεις – στόχους που επέλεγαν, μετακινούνταν συστηματικά στις πόλεις-στόχους, ανεξαρτήτως συνθηκών, όπως αργίες, απεργίες κ.λπ.

Από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της επιχείρησης, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν μεταξύ άλλων : 114 διαβατήρια, 31 ταυτότητες, 27 άδειες ικανότητες οδήγησης, 15 άδειες διαμονής, διαφόρων κρατών και προσώπων, 20.000 ευρώ και 2.000 ελβετικά φράγκα, πλήθος ηλεκτρονικών συσκευών ( tablet, κινητά κ.λπ.) κ.α.

Από την μέχρι στιγμής έρευνα, έχουν ταυτοποιηθεί 79 περιπτώσεις κλοπών από οχήματα και με βάση τα ευρήματα εκτιμάται ότι ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί κατά πολύ.

Στην δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για μια υπόθεση που εξιχνιάστηκε από την Υποδιεύθυνση Δίωξης Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας της Ασφαλείας Αττικής και αφορά στην εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης που διέπραττε διαρρήξεις Α.Τ.Μ. τραπεζών με εκρηκτικά στην Αττική και την επαρχία, με την χρήση κλεμμένων αυτοκινήτων.

Σε αστυνομική επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε πρωινές ώρες της Πέμπτης σε περιοχή της Αττικής, συνελήφθησαν δυο ημεδαποί μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, ηλικίας 19 και 31 ετών.

Στη δικογραφία περιλαμβάνονται, κατηγορούμενοι για τα ίδια αδικήματα, δυο ακόμη άτομα, (40χρονος ημεδαπός και 20χρονος αλλοδαπός), οι οποίοι αναζητούνται, ενώ μέχρι στιγμής έχουν εξιχνιαστεί πέντε διαρρήξεις και δυο απόπειρες σε Α.Τ.Μ., καθώς και τέσσερις κλοπές οχημάτων σε Αττική και Στερεά Ελλάδα. Σημειώνεται ότι στις περιπτώσεις που αφορούν τη Στερεά Ελλάδα η Υποδιεύθυνση Δίωξης Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας συνεργάστηκε προανακριτικά με το Τμήμα Ασφάλειας Λαμίας.

Από την αστυνομική έρευνα προέκυψε ότι τα μέλη της οργάνωσης, τουλάχιστον από τα τέλη του 2018, είχαν συστήσει και ενταχθεί σε εγκληματική οργάνωση και διέπρατταν με τη χρήση εκρηκτικών υλών, διαρρήξεις Α.Τ.Μ. και κλοπές αυτοκινήτων, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, προκειμένου να αποκομίσουν σημαντικά οικονομικά οφέλη.

Ο τρόπος δράσης (modus operandi) και η μεθοδολογία των δραστών, καταδεικνύει άτομα με ιδιαίτερη τεχνογνωσία στις εκρήξεις και ιδιαίτερη επιμέλεια στην επιλογή του τόπου και του χρόνου των πράξεών τους, καθόσον δρούσαν τις πρώτες πρωινές, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να περιορίσουν στο ελάχιστο δυνατό την πιθανότητα να γίνουν αντιληπτοί από διερχόμενους πολίτες και από τις διωκτικές Αρχές.

Αναλυτικότερα, επέλεγαν Α.Τ.Μ. που ήταν τοποθετημένα είτε σε σημεία που δεν υπήρχαν εγκατεστημένα κλειστά συστήματα βιντεοσκόπησης, είτε σε καταστήματα που ήταν απομακρυσμένα και επομένως εφοδιάζονταν με μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, ώστε αφενός να μπορούν να επιχειρήσουν με άνεση, σε συνάρτηση με το χρόνο ανταπόκρισης των αστυνομικών δυνάμεων και αφετέρου να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.

Πριν την «επιχείρηση», μετέβαιναν αρκετές φορές στο σημείο, έλεγχαν όλους τους δρόμους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως εναλλακτικά δρομολόγια διαφυγής, ενώ πραγματοποιούσαν και πολλές διελεύσεις από το τοπικό Αστυνομικό Τμήμα, προκειμένου να υπολογίσουν την απόστασή του από το σημείο της έκρηξης.

Ακολούθως, την ημέρα που είχαν επιλέξει για να πραγματοποιήσουν την επίθεση και λίγες ώρες πριν την διάπραξή της, διέρχονταν από την περιοχή για να βεβαιωθούν ότι οι συνθήκες είναι οι κατάλληλες.

Τα μέλη της οργάνωσης είχαν ως «ορμητήριο» οικία στην περιοχή του Ασπροπύργου, ενώ ως «επιχειρησιακά οχήματα», χρησιμοποιούσαν συνήθως κλεμμένα αυτοκίνητα. Για την μετάβασή τους από και προς την περιοχή που βρισκόταν το Α.Τ.Μ., χρησιμοποιούσαν οχήματα που ανήκαν σε άτομα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος ή που οι ίδιοι κατείχαν νόμιμα, ώστε να μην κινούν υποψίες.

Προκειμένου να επιτύχουν στο μέγιστο βαθμό τον συντονισμό αλλά και τη διασφάλιση της διαφυγής τους, σε περίπτωση που κατέφθαναν στο σημείο Αστυνομικές δυνάμεις, είχαν συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας κινητά τηλέφωνα και κάρτες SIM, καταχωρημένες σε ονόματα ανύπαρκτων αλλοδαπών, τα οποία μετά το τέλος της επιχείρησης κατέστρεφαν.

Αρχηγικό ρόλο της οργάνωσης είχε ημεδαπός ο οποίος αναλάμβανε την ευθύνη του επιχειρησιακού σχεδιασμού της ομάδας και της εκτέλεσης των εγκληματικών ενεργειών, ενώ έχαιρε του σεβασμού των υπόλοιπων μελών, οι οποίοι ήταν και μικρότερης ηλικίας και διατηρούσε συντονιστικό και αναντικατάστατο ρόλο στην οργάνωση.

Τα υπόλοιπα μέλη, ενεργούσαν με διακριτούς ρόλους ως φυσικοί αυτουργοί, τσιλιαδόροι και κατοπτεύοντες, ενώ φρόντιζαν να εξασφαλίσουν τα οχήματα με τα οποία θα μετέβαιναν και διέπρατταν τις διαρρήξεις σε ΑΤΜ, είτε αφαιρώντας τα και παραποιώντας τα χαρακτηριστικά τους (πινακίδες κυκλοφορίας), είτε χρησιμοποιώντας «καθαρά» οχήματα, ιδιοκτησίας τους ή του οικογενειακού τους περιβάλλοντος.

Επιπρόσθετα, σε δασική έκταση σε περιοχή της Αττικής, βρέθηκε επιμελώς κρυμμένο ένα σακίδιο, που περιείχε μεταξύ άλλων, τρία μασούρια εκρηκτικής ύλης με προσαρμοσμένο πυροκροτητή και βραδύκαυστο φιτίλι, έτοιμα για χρήση, πινακίδα κυκλοφορίας μοτοσικλέτας, για την οποία είχε δηλωθεί απώλεια από το κάτοχό της, καθώς και μία κάρτα SIM.

Οι συλληφθέντες με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους οδηγούνται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ενώ οι έρευνες συνεχίζονται για την πλήρη εξακρίβωση του εύρους της εγκληματικής τους δραστηριότητας.